παρεμβατικός

παρεμβατικός
-ή, -ό [παρεμβαίνω]
1. παρενθετικός, μεσολαβητικός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέμβαση ή διενεργεί παρέμβαση
3. χαρακτηριστικός τής παρέμβασης ή τού παρεμβατισμού («παρεμβατική πολιτική»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρεμβατικός — ή, ό αυτός που παρεμβαίνει, που επεμβαίνει, που μεσολαβεί: Ο ρόλος της τράπεζας στη συγκράτηση των τιμών του χρηματιστηρίου είναι παρεμβατικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”